αποπατώ — ( έω κ. άω) (AM ἀποπατῶ, άω) [πατώ ( έω)] αποβάλλω τα περιττώματα, ενεργούμαι αρχ. αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω για να αφοδεύσω … Dictionary of Greek
αποπατώ — ησα, κάνω τη φυσική μου ανάγκη: Το παιδί δεν μπορούσε ν αποπατήσει και κάλεσαν το γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπάτῳ — ἀπόπατος ordure masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαφοδεύω — Α αποπατώ επί πλέον πάνω σε κάποιον («ἀμύνεται δὲ λακτίζων καὶ προσαφοδεύων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφοδεύω «αποπατώ, ενεργούμαι»] … Dictionary of Greek
ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… … Dictionary of Greek
αποσκευάζω — (AM ἀποσκευάζω) ( ομαι) αποπατώ αρχ. μσν. φρ. «ἀποσκευάζω γυμνόν» απογυμνώνω κάτι, το στερώ από κάτι που του χρειάζεται αρχ. ( ομαι) 1. αφαιρώ την επίπλωση ή τα σκεύη 2. ετοιμάζω τις αποσκευές μου και αναχωρώ 3. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από… … Dictionary of Greek
απόπατος — ο (Α ἀπόπατος) αφοδευτήριο, αποχωρητήριο αρχ. αποπάτημα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ ( έω), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
αφοδεύω — (AM ἀφοδεύω) [οδεύω] απαλλάσσω τον πεπτικό σωλήνα από τα περιττώματα, αποπατώ … Dictionary of Greek
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
εκκοπρίζω — ἐκκοπρίζω (Α) καθαρίζω (την κοιλιά) από την κόπρο, αποπατώ … Dictionary of Greek